παγωτό

παγωτό
το
παγωμένο μείγμα γάλατος, χυμών, σοκολάτας, αβγού κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παγωτό — το δροσιστικό γλύκισμα το οποίο παρασκευάζεται με τεχνητή ψύξη μιγμάτων από γάλα, ζάχαρη, χυμούς φρούτων ή σοκολάτα και αβγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + κατάλ. ωτό κατά το αμυγδαλ ωτό] …   Dictionary of Greek

  • Xylina Spathia — Infobox musical artist | Name = Xylina Spathia Landscape = no Img capt = Giati o dromos einai alithia, hilia ki ena paramythia, einai to spiti mas, den ehei telos ... Background = group or band Origin = flagicon|Greece Thessaloniki, Greece Genre …   Wikipedia

  • χωνάκι — το, Ν [χωνί] 1. υποκορ. μικρό χωνί 2. (με ή χωρίς τη λ. παγωτό) παγωτό που σερβίρεται σε μπισκότο το οποίο έχει σχήμα μικρού χωνιού 3. βοτ. κοινή ονομασία διαφόρων φυτών …   Dictionary of Greek

  • Dodoni Ice Cream S.A. — Infobox Company company name = Παγωτά Δωδώνη ΑΒΕΕ Dodoni Ice Cream S.A. company company type = Incorporated company slogan = Divine Ice Cream ( el. Θεϊκό Παγωτό) foundation = 1967 location = 31 Dodonis Street, 153 51 Pallini, Greece key people =… …   Wikipedia

  • Despina Vandi Live — Despina Vandi: Live Live album by Despina Vandi Released December 08, 2003 Recorded 2003 …   Wikipedia

  • Maria Foka — Μαρία Φωκά Born October 14, 1917 Argostoli, Greece Died June 15, 2001 London, England, UK Occupation actress Maria Foka (Greek: Μαρία Φωκά, 14 October 1917 …   Wikipedia

  • γιατσάδα — η και γιάτσο, το και γιάτσος, ο 1. το παγωτό 2. το αγιάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ghiaccio < λατ. glacies «πάγος»] …   Dictionary of Greek

  • μουδιάζω — και μουδιώ και μουδιάω (Μ μουδιάζω) υφίσταμαι αιμωδία, αισθάνομαι ελαφρούς νυγμούς και νιώθω παροδική αναισθησία σε μέλος τού σώματος ή σε ολόκληρο το σώμα (α. «μούδιασαν τα δόντια μου από το παγωτό» β. «μουδιάζουν τα πόδια μου από την ακινησία») …   Dictionary of Greek

  • χορταστικός — ή, ό / χορταστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χορτάζω] αυτός που επιφέρει χορτασμό, κορεστικός νεοελλ. 1. άφθονος («χορταστικό παγωτό») 2. απολαυστικός («χορταστικό θέαμα»). επίρρ... χορταστικά Ν κατά τρόπο χορταστικό …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”